- επικομίζω
- ἐπικομίζω (AM) [κομίζω]μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιοναρχ.1. μέσ. ἐπικομίζομαιφέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῑς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.
Dictionary of Greek. 2013.